ζεμάτισμα

ζεμάτισμα
το [ζεματίζω]
1. η περίχυση με βραστό υγρό ή η εμβάπτιση σε αυτό («το ζεμάτισμα τών μακαρονιών»)
2. το έγκαυμα που προκαλείται όταν χυθεί βραστό υγρό στο δέρμα
3. το συναίσθημα που προκαλείται από κάψιμο («ζεμάτισμα που κάνει ο ήλιος σήμερα»)
4. μεγάλη στενοχώρια
5. υπερβολική δαπάνη, ιδίως από αισχροκέρδεια, στην οποία υποβάλλεται κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζεμάτισμα — το, ατος 1. βράσιμο. 2. ζημιά. 3. στενοχώρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεματισιά — η [ζεματίζω] το αποτέλεσμα τού ζεματίζω, το ζεμάτισμα …   Dictionary of Greek

  • ζεματιστήρι — το [ζεματίζω] σκεύος που χρησιμεύει στο ζεμάτισμα …   Dictionary of Greek

  • ζεματούρα — η το ζεμάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεματώ + κατάλ. ουρα (πρβλ. κλεισ ούρα, χαιρετ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ζεματιστήρι — το το δοχείο που χρησιμοποιείται για το ζεμάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”