- ζεμάτισμα
- το [ζεματίζω]1. η περίχυση με βραστό υγρό ή η εμβάπτιση σε αυτό («το ζεμάτισμα τών μακαρονιών»)2. το έγκαυμα που προκαλείται όταν χυθεί βραστό υγρό στο δέρμα3. το συναίσθημα που προκαλείται από κάψιμο («ζεμάτισμα που κάνει ο ήλιος σήμερα»)4. μεγάλη στενοχώρια5. υπερβολική δαπάνη, ιδίως από αισχροκέρδεια, στην οποία υποβάλλεται κάποιος.
Dictionary of Greek. 2013.